< βδελυγμία
Βδελυκλέων >
βδελυγμός
,
-οῦ, ὁ
horror
,
abominación
βδελυγμὸς καὶ σκάνδαλον τῷ κυρίῳ
(del derramar sangre inocente)
, LXX 1
Re
.25.31, cf.
Na
.3.6.