βδελυγμία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Fist.1


1 asco, náusea μῶν β. σ' ἔχει; Cratin.271, κεκορεσμένοις δὲ καὶ βδελυγμίαν παρέχει X.Mem.3.11.13, cf. Hsch.
fig. fastidio, tedio τὴν ἐκ τῶν ὁμοίων βδελυγμίαν ἀποδιδράσκων Ael.NA epíl.

2 medic. podredumbre que supura de las fístulas, Hp.l.c.