βασκᾰνία, -ας, ἡ
• Morfología: [gen. -ίης Call.Epigr.21.4]
I
μή τις ἡμῖν β. περιτρέψῃ τὸν λόγονPl.Phd.95b,
τὸ πήγανον βασκανίας ... φάρμακονArist.Pr.926b20,
εἰ μὴ τὴν καθ' ἡμῶν βασκανίαν ταχὺς ἀποσόβησεν ἜρωςAristaenet.2.14.1,
β. γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλάpues la fascinación del mal oscurece el bien LXX Sap.4.12,
ἐπιγράφουσιν τὴν βασκανίαν τοῖς ἀνθρώποιςatribuyen el mal de ojo a los hombres Eus.Alex.Serm.M.86.356B.
2 entom. mantis religiosa Hsch.κ 4024.
II abstr.
1 envidia
ὁ δ' ἤεισεν κρέσσονα βασκανίηςCall.Epigr.21.4,
ἀνάπλεά τε τῆς ἀπὸ τῶν προϊεμένων μοχθηρίας καὶ βασκανίαςPlu.2.683a,
β. ἐν ὑμῖν μὴ κατοικείτωque la envidia no se aposente en vosotros Ign.Rom.7.
2 perversidad, malicia
ἄν τις ἴδοι τὴν ἀγνωμοσύνην αὐτοῦ καὶ τὴν βασκανίανD.18.252,
ὄχλος ... καὶ β.D.19.24,
κακεντρέχεια καὶ β. καὶ δόλοςPlb.4.87.4,
unido a φθόνοςIP 163.1A.2 (III a.C.), Plu.2.39d, Aristid.Or.12.37, D.Chr.45.5, Chrys.M.59.269, a
ζῆλοςThem.Or.21.254a,
οὐ γὰρ πειστέον Ἀριστοτέλει ὑπὸ τῆς πρὸς Πλάτωνα βασκανίαςanón. fil. en POxy.3219.fr.1.7,
ἀπίτω β. τῆς χάριτοςapártese la perversidad de la gracia Aristaenet.1.1.54,
ἡ τυραννικὴ β.malicia propia del absolutismo M.Ant.1.11,
οὔτ' ἀγνωσίᾳ τῶν συγγραφέων οὔτε βασκανίᾳni por ignorancia ni por malicia de los autores Aristid.Quint.65.13,
ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ' αὐτῶν διὰ τὴν βασκανίανAesop.172,
τὴν τούτων βασκανίαν ὑπερβάςPh.2.81,
φιλαρχία καὶ ... β.LXX 4Ma.2.15, ref. al demonio, Iust.Phil.Monarch.1.