βᾰρύγδουπος, -ον


que retumba gravemente Ζεύς Pi.O.8.44, ἄνεμοι Pi.P.4.210, ἀῆται AP 9.674, θάλασσα Musae.270, ἔρωτες Io Lyr.5.3; v. βαρύδουπος.