< Βαρυγαζηνός
βᾰρύγδουπος >
βαρυγαύτης
,
-ου, ὁ
prob. cierta
prenda de vestir
,
PMich
.752.42 (II d.C.), prob. tb.
βαρυγ...της
PLond
.191.6 (II d.C.), cf. quizá παραγαύδης.