< βαρυφωνέω
βᾰρύφωνος >
βαρυφωνία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
βαρυφωνίη
Hp.
Aër
.8
voz grave
Hp.l.c., Alex.311, Arist.
GA
786
b
35.