< βᾰρύφρων
βαρυφωνία >
βαρυφωνέω
emitir sonidos en tono bajo
οἱ δὲ γελῶντες ... βαρυφωνοῦσιν
por op. a
κλαίοντες ὀξὺ φθέγγονται
Arist.
Pr
.900
b
13.