< βαμβάκεια
βαμβάκινος >
βαμβᾰκεύτρια
,
-ας, ἡ
hechicera
,
maga
,
curandera
o bien
charlatana
Hsch., cf.
βαμβ[α]κεύτ[ρια
glos. cóm. en
CGFP
343.5.