< βαμβᾰκεύτρια
βαμβάκιον >
βαμβάκινος
,
-η, -ον
de algodón
περιαπτόμενος ἑρπετίῳ βαμβακίνῳ
atado con una torcida de algodón
,
Cyran
.1.19.16.