βάλιος, -ία, -ιον
cret.
I
2 subst. ἡ β. ceguera Hsch.β 156.
II
2 rápido, veloz Hsch.β 143.
ἔλαφοςE.Hec.90,
μόσχοςE.IA 1081,
λύγκεςE.Alc.579,
πῶλοιE.Rh.356,
πέρδιξSimm.20.3,
θῆρεςOpp.C.2.314.
πτεράCall.Fr.110.53,
γόναταTriph.84,
αὔραιNonn.D.9.156,
ἄελλαιNonn.Par.Eu.Io.10.20; cf. βάλιος.