βᾰλιός, -ά, -όν


1 moteado, manchado del pelaje de anim. rodado, empedrado ἔλαφος E.Hec.90, μόσχος E.IA 1081, λύγκες E.Alc.579, πῶλοι E.Rh.356, πέρδιξ Simm.20.3, θῆρες Opp.C.2.314.

2 ligero, veloz πτερά Call.Fr.110.53, γόνατα Triph.84, αὔραι Nonn.D.9.156, ἄελλαι Nonn.Par.Eu.Io.10.20; cf. βάλιος.
• Etimología: Quizá de origen oriental y rel. φαλιός, q.u.