βαλανηφαγία, -ας, ἡ
alimentación a base de bellotas
ἀντὶ βαλανηφαγίας ἵν' ἔχῃ τὸ ἀνθρώπων γένος ἥμερον καὶ ὠφέλιμον καὶ ἡδίστην τροφήνPh.2.409, cf. Zen.2.40 (ap. crít.).
ἀντὶ βαλανηφαγίας ἵν' ἔχῃ τὸ ἀνθρώπων γένος ἥμερον καὶ ὠφέλιμον καὶ ἡδίστην τροφήνPh.2.409, cf. Zen.2.40 (ap. crít.).