< βᾰλᾰνεῖον
βαλανείτης >
βαλανειοφύλαξ
,
-ακος, ὁ
guarda de baños
βα[λανειοφ]ύλαξιν οἴ(νου) α (δραχμαί)
OMich
.102.5 (IV d.C.).