< Βακατάϊλλοι
βάκηλος >
βακέλας
,
ὁ
eunuco
de rango sacerdotal en Sardes
κερνᾶς ἦν τις ἂν ἢ β. χρυσοφόρος
Alex.Aet.9.2 (cf. βάκηλος).