< αὐχήν
αὐχητής >
αὔχησις
,
-εως, ἡ
orgullo
,
jactancia
αὔχησιν ... ὡς ... καλὰ πραξάντων
Th.6.16, cf. Aq.
Pr
.4.9,
αὔχησις· σεμνότης
Hsch.