αὔχημα, -ματος, τό
1 objeto de orgullo o de gloria
χθονὸς αὔ. μέγιστονS.OC 710,
Ἀργεῖον αὔ.E.Ph.1137,
τὸ μελιχθρὸν αὔ. Λεσβίων ΣαπφώLuc.Am.30,
Σικελίας αὔ. τροφαλίςAth.658a,
ὦ νεανίδες ἐμῆς αὐχήματα μεγαλοφροσύνηςMeth.Symp.1 proem.9,
Νῶε ... τοῖς αὐχήμασιν εὖ μάλα κατεστεμμένοςCyr.Al.M.69.49C, cf. 225C.
2 orgullo, jactancia
αὔ. καὶ ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς καὶ δειλῷ τινι ἐγγίνεταιla jactancia puede surgir hasta en un cobarde por efecto de una ignorancia afortunada Th.2.62,
παρ' ἐλπίδα τοῦ αὐχήματος σφαλλόμενριTh.7.66,
ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξαςorgullo de gloria que sobrevive a los mortales Pi.P.1.92,
ποῦ τὰ πρόσθεν αὐχήματα;Pl.Ax.365a,
τυραννικὰ αὐχήματαD.H.7.45,
φρύαγμα ἵππου ... αὔ.Poll.1.216
•gloria
σὺ γάρ νιν εἰς τόδ' εἶσας αὔ.S.OC 713,
ἀπὸ οἵας λαμπρότητος καὶ αὐχήματος ... ἀφῖκτοTh.7.75,
γένους αὔ. καὶ πλούτου φρόνημαD.C.55.16.3.