< αὐχέω
αὔχημα >
αὐχήεις
,
-εσσα, -εν
jactancioso
,
orgulloso
αὐχήεντες Ἐλινοί
Rhian.34,
αὐχήεντας Ἴβηρας
Opp.
H
.2.677,
αὐχήεσσαν ... Λητώ
Nonn.
D
.20.75, cf. 13.545,
αὐχήεντες ὀπάονες
Nonn.
Par.Eu.Io
.4.51,
βοῦς
AP
6.114 (Simm.).