αὐχμός, -οῦ, ὁ
1 sequía
ἔν τε τοῖς αὐχμοῖς ... ξηραινομένην (τὴν γῆν)Arist.Mete.365b9 (= Anaximen.A 21),
καίριον αὐχμὸν ἀνθρώποιςEmp.B 111.6,
εἰ μὴ ἐθελήσει σφι ὕειν ὁ θεὸς ἀλλ' αὐχμῷ διαχρᾶσθαιHdt.2.13, cf. 4.198,
ἐν ... αὐχμοῖσι πυρετοὶ ... γίνονταιHp.Aph.3.7,
ὑπὸ αὐχμῶν καὶ ἀνυδρίηςHp.Aër.12, cf. Epid.1.1, Th.1.23, E.Fr.898.8,
ἀμπέλους φυλάξομεν ὥστε μήτ' αὐχμὸν πιέζεινAr.Nu.1120, cf. Isoc.10.14,
τῶν ὄμβρων καὶ τῶν αὐχμῶν ... ὁ Ζεὺς ταμίας ἐστίνIsoc.11.13, cf. Pl.Ax.368c, X.Oec.5.18, Plb.36.17.2, Plu.2.733d,
τὰς σβεννυούσας ... τὸν αὐχμὸν ... ἀναθυμιάσειςEudox.Fr.296,
ἔστιν ὁ αὐ. ὅταν πλείων ἡ ἀναθυμίασις ἡ ξηρὰ γίγνηται τῆς ὑγρᾶςArist.Mete.366b8,
αὐχμοῦ ... ὄντος μέλι ἐργάζονταιArist.HA 553b20, cf. Arist.HA 601a127, Philem.92.11, PTeb.769.9 (III a.C.), Plu.2.409b, Num.13,
αὐχμὸν καὶ λιμόνD.S.4.61, cf. Phld.Acad.Ind.24.6, Ph.2.122,
ἄσπορον ... ἀπήλασας αὐχμὸν ἀρούρηςNonn.D.39.139
•fig. ret. aridez
τὸν ἐπιδεικτικὸν αὐχμοῦ μεστὸν εἶναι καὶ πίνουD.H.Dem.44.
2 polvo
αὐχμῷ πινώδηςLyc.975
•suciedad
μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεωςPl.R.614d, cf. Lyr.Adesp.119.14,
αὐχμὸν ἀποσμήξας ἐπεκόσμεεν οἴνοπι πέπλῳNonn.D.20.12
•desaliño Arr.Epict.3.22.89
•fig. pobreza, miseria
αὐ. ... τῶν σκευαρίων μ' ἀπώλεσενAr.Pl.839,
αὐ. τις τῆς σοφίας γέγονενPl.Men.70c.
3 sed D.Chr.7.152
•consunción
οἱ ὄγκοι ... αὐχμῷ δοθέντες ἐς κόνιν διαλύονταιD.C.48.51.4.
• Etimología: Etim. dud. Se rel. gener. c. αὖος q.u., c. diversos alargamientos.