< αὐχμηρός
αὐχμός >
αὐχμηρότης
,
-ητος, ἡ
ret.
aspereza
,
dureza
παρακολουθεῖ ... τῷ εἴδει τούτῳ ... αὐ. διὰ τὴν μῖξιν
Men.Rh.402.30.