< αὐτόμορφος
αὐτονοερός >
αὐτόνεκρος
,
-ον
que no es más que un cadáver
με ... ἡμιθνῆτα, μᾶλλον δὲ αὐτόνεκρον, θεασάμενος
Alciphr.3.4.2.