< αὐτομόλπως
αὐτόνεκρος >
αὐτόμορφος
,
-ον
moldeado por sí mismo
, e.d.
natural
ἐξ αὐτομόρφων λαΐνων τυκισμάτων ... ἄγαλμα
E.
Fr
.125.