αὐτόγονος, -ον
• Alolema(s): αὐτογόνος Nonn.D.9.229


1 nacido espontáneamente Ἀθήνη Nonn.D.8.103, Ἥρη Nonn.l.c., δαίμων Corp.Herm.Fr.23.58, δύναμις Iambl.Myst.10.6, ἰδιότης Syrian.in Metaph.187.9, op. αὐθυπόστατος Procl.in Cra.49.

2 adv. -ως engendrándose a sí mismo αὐ. καὶ αὐτοκινήτως προέρχεσθαι Syrian.in Metaph.142.17, αὐ. ὑφίστασθαι Procl.in Prm.1151.