< αὐτόγονος
αὐτόγραπτος >
αὐτογραμμή
,
-ῆς, ἡ
la linea en sí
αὐτογραμμὴν τὴν δυάδα (λέγουσι)
Arist.
Metaph
.1036
b
14,
ἐν τῷ λόγῳ τῆς αὐτογραμμῆς
Plot.6.6.17.