< αὐτοφυής
αὐτόφυσις >
αὐτοφυΐα
,
-ας, ἡ
condición natural
,
origen
κριτέον δ' αὐτὰ (ὕδατα) ... πρὸς πλῆθος καὶ αὐτοφυΐαν
Men.Rh.349.