< αὐτοσχεδιάζω
αὐτοσχεδιασμός >
αὐτοσχεδίασμα
,
-ματος, τό
improvisación
s. cont., Pl.Com.94,
ἐγέννησαν τὴν ποίησιν ἐκ τῶν αὐτοσχεδιασμάτων
Arist.
Po
.1448
b
23.