αὐτοσχεδιάζω
1 improvisar hablando o escribiendo
τολμήσω αὐτοσχεδιάζειν ἐναντίον ὑμῶνPl.Euthd.278d,
ἀναγκασθήσεται ὁ λέγων ὥσπερ αὐτοσχεδιάζεινPl.Mx.235c, cf. Plu.2.652b, Demetr.Eloc.224
•c. ac. int.
ταῦτα ... οὐκ αὐτοσχεδιάζεινPl.Cra.413d,
πολλὰ ... αὐτοσχεδιάζει μέτρα ἡ φύσιςD.H.Comp.25.17,
αὐτοσχεδιάζειν ὥσπερ ἔτυχε τὰς γραφάςThem.Or.25.310c, cf. Hsch.
2 improvisar actuando
τῶν δὲ στρατηγῶν οἱ πλεῖστοι αὐτοσχεδιάζουσινX.Mem.3.5.21
•c. ac. int.
αὐτοσχεδιάζειν τὰ δεόνταTh.1.138,
τὰ τοιαῦτα αὐτοσχεδιάζεινX.HG 5.2.32,
τὸ ... αὐτοσχεδιάζειν τὰ μέγισταD.Chr.34.42
•frec. en mal sent. c. περί y ac.
ἐνδειξάμενος ... ὅτι οὐκέτι ... αὐτοσχεδιάζω οὐδὲ καινοτομῶ περὶ αὐτὰ (τὰ θεῖα)Pl.Euthphr.16a,
περὶ ἀμφότεραArist.Pol.1326b19
•c. περί y gen.
ἵνα μὴ ἡμεῖς περὶ σοῦ αὐτοσχεδιάζωμενPl.Ap.20c,
περὶ τῶν πραγμάτωνIsoc.9.41,
περὶ τῶν μεγίστωνD.61.43
•c. εἰς y ac.
εἰς τὰ τῶν Ἑλλήνων σώματαAeschin.3.158.