< αὐτός
αὐτόσαρξ >
αὐτοσανδαράκη
,
-ης, ἡ
puro colorete
οἷον τὸ χρῶμα γυναικός, αὐ.
¡qué cutis el de esa mujer, puro colorete!
Alciphr.4.12.1.