< αὐτεπιτακτικός
αὐτεπώνῠμος >
αὐτεπίτακτος
,
-ον
1
que manda sobre sí mismo
ἄνδρες
Poll.1.156.
2
subst. τὸ αὐτεπίτακτον
ejercicio absoluto del poder
c. gen.
τοῦ Κωμάζοντος
D.C.78.39.4.