αὐτεπιτακτικός, -ή, -όν
1 que gobierna con poder absoluto
ὁ θεός ... αὐ. τῆς τριαδικῆς διαιρέσεωςDam.Pr.98
•subst. ἡ αὐτεπιτακτική arte de gobernar con poder absoluto Pl.Plt.260e.
2 adv. -ῶς ejerciendo un poder absoluto
ὁ μὲν (δημιουργός) αὐ. αἴτιός ἐστι τῶν γινομένωνProcl.in Ti.3.316.24.