αὐτάρκεια, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -είη Hp.Ep.17
1 autosuficiencia, estado de bastarse a sí mismo, autarquía de bienes materiales, c. gen.
ξενιτείη βίου αὐτάρκειαν διδάσκειDemocr.B 246,
αὐ. τροφῆςDemocr.B 209, Arist.GA 776b8,
αὐ. ζωῆςautosuficiencia de medios de existencia Arist.Rh.1360b14,
ἡ κτήσεως αὐ.Arist.Pol.1256b32
•abs.
τὴν αὐτάρκειαν αἰσχυνόμενοιPlu.2.828c, cf. Numen.26.6,
ἐκ προγενομένης πράξεως αὐ. ἔσταιVett.Val.277.18
•en sent. moral autosuficiencia, estado de bastarse a sí mismo
νοῦς ... καὶ ἡδονὴ ... στερομένοιν αὐταρκείαςPl.Phlb.67a.
2 como virtud conformidad, satisfacción con los propios recursos
τὴν δὲ πλουσίην φύσιν καὶ πάντων τιθηνὸν δι' αὐταρκείης ὁρέωνcontemplando con satisfacción la rica naturaleza que nutre todo Hp.l.c.,
αὐ. ... ἕξις καθ' ἣν οἱ ἔχοντες αὐτοὶ αὐτῶν ἄρχουσινPl.Def.412b,
φαίνεται δὲ καὶ ἐκ τῆς αὐταρκείας τὸ αὐτὸ συμβαίνειν. τὸ γὰρ τέλειον ἀγαθὸν αὔταρκες εἶναι δοκεῖArist.EN 1097b7,
μέγα καὶ ἀσφαλὲς αὐ.· οὔτε γὰρ ἔχει τὸν φθονήσοντα οὔτε τὸν ἐπιβουλεύσανταPythag.Ep.1.1,
αὐ. δὲ ἕξις ἀρκουμένη οἷς δεῖ καὶ δι' αὐτῆς ποριστικὴ τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντωνChrysipp.Stoic.3.67,
τὴν αὐτάρκειαν δὲ ἀγαθὸν μέγα νομίζομενEpicur.Ep.[4] 130,
αὐ. καὶ δικαιοσύνηPlu.2.57c,
αὐτάρκειαν ἄσκειpractica la conformidad Sext.Sent.98, 334, cf. M.Ant.3.11
•en lit. crist.
ἔστιν δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας1Ep.Ti.6.6, expl. exegéticamente
φεύγειν προσήκει τὴν πλεονεξίαν, καὶ τὴν αὐτάρκειαν στέργεινThdt.M.82.824D,
μήτηρ δὲ αὐτῶν ἡ δικαιοσύνη, τιθηνὴ δὲ ἡ αὐ.Clem.Al.Paed.2.12.128,
αὐ. δὲ τῇ χρείᾳ τούτων ὀρίζεται, ὧν ἄνευ ζῇν οὐκ ἔνιChrys.M.61.534.
3 suficiencia de algo, cantidad suficiente
μακάριος οὗ μνημονεύει ὁ θεὸς ἐν συμμετρίᾳ αὐταρκείας· ἐὰν ὑπερπλεονάσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαμαρτάνειLXX Psalm.Salom.5.16,
πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντεςteniendo suficiente de todo, 2Ep.Cor.9.8,
ἵνα δυναθῇς ἔχειν τὴν αὐτάρκειανPFlor.242.8 (III d.C.),
μηδενὸς εἶναι λέγων ἄξιον τὸ πάθος πρὸς αὐτάρκειαν τῆς αἰωνίου ἀνταποδόσεωςA.Pass.Andr.11
•suficiencia en la dieta, e.d., frugalidad
ἡ γὰρ οἰκονομοῦσα τὸ ζῶον δύναμις αὐτάρκειαν μὲν καὶ λιτότητα ῥᾳδίως κατειργάσατοBasil.M.31.169A.