< αὐροφόρητος
αὐρόχαλκος >
αὐροχάλκειος
,
-ον
• Alolema(s):
tb.
-κεος
, -ον
Hippiatr.Paris
.351
de oricalco
,
de latón
θύραι
CISem
.2.3914 (Palmira II d.C.),
λάμναι
Hippiatr.Paris
.l.c.