< Αὐρουπῖνοι
αὐροχάλκειος >
αὐροφόρητος
,
-ον
llevado por el viento
συμβήσεται αὐτοὺς ὀλέσθαι αὐροφορήτους γενομένους
Sch.Ar.
Ra
.1437.