αὐξύνω
• Morfología: [part. aor. pas. αὐξυνθείς Gal.19.634]
crecer, aumentar
ὁ οὕτως αὐξυνθεὶς κατὰ τὰς τρεῖς διαστάσεις καὶ ὑπερβὰς τὸ μέτρον λέγεται μέγαςGal.l.c.
ὁ οὕτως αὐξυνθεὶς κατὰ τὰς τρεῖς διαστάσεις καὶ ὑπερβὰς τὸ μέτρον λέγεται μέγαςGal.l.c.