< αὐθάδιος
αὐθᾱδόστομος >
αὐθάδισμα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[-ᾱ-]
obstinación
,
soberbia
en plu.
τοιοῖσδε ... αὐθαδίσμασιν ἐς τάσδε ... πημονὰς καθώρμισας
A.
Pr
.964.