< αὐθᾱδικός
αὐθάδισμα >
αὐθάδιος
,
-ον
obstinado
,
recalcitrante
ὀργὴν ... κατ' ἀλλήλων αὐθάδιον
recalcitrante hostilidad mutua
,
PLond
.1912.80 (I d.C.).