< αὖθις
αὐθολόγραφος >
αὐθιτελής
,
-ές
resuelto aquí mismo
ἐπὶ ταῖς δίκαις ... ἐγδεδίκακε παίσαις αὐθιτελέας (cj. por αὐοιτ-) (
sc
. δίκας)
IKyme
1.4 (IV a.C.).