αὐθαδίζομαι
• Alolema(s): αὐθαδειάζομαι S.E.P.1.237, Lib.Decl.15.47; αὐθαδιάζομαι Polem.Call.24, Gr.Naz.M.35.580C
1 abs. ser arrogante
οὐκ αὐθαδιζόμενοςsin arrogancia por mi parte Pl.Ap.34d, cf. M.Ant.4.32, Them.Or.29.346b, 34.467d, Lib.l.c., Agath.3.6.3,
αὐθαδίζεσθαι λέγε, μὴ ἀναιδεύεσθαιPhryn.44.
2 osar, atreverse a c. ac. int.
νεώτερος ὢν ταῦτα ηὐθαδιάσατοPolem.l.c., c. inf.
πότερον καταληπτά ἐστιν ἢ ἀκατάληπτα λέγειν αὐθαδειαζομένη (ἡ μέθοδος)(el método) que se atreve a afirmar si son causas aprehensibles o no aprehensibles S.E.l.c.,
αὐθαδιζόμενος ... κρίσεις τὰς ἐσομένας ἐρρύθμιζενProcop.Arc.14.5
•c. πρός y ac.
φιλεῖ ... τὰ γενναῖα φρονήματα πρὸς τὸ βίᾳ κρατοῦν αὐθαδιάζεσθαιGr.Naz.l.c.