αἴ
• Alolema(s): tb. αἶ; redupl. αἲ αἴ, αἶ αἶ, αἰαῖ
• Prosodia: [prosod. gener. αῐαῑ, pero tb. αῑαῑ A.Th.787]
interj.
1 gener. expr. asombro o dolor ¡ay! c. voc.
αἲ τάλανAr.Pl.706,
αἴ, δύσμορ'Men.Epit.292,
αἲ κυρίαMim.Fr.Pap.Charit.123
•c. ac.
αἶ ΛίνονE.HF 348,
αἲ τὸν ἌδωνινBiol.32, cf. IMEG 83.7 (heleníst.)
•más frec. redupl. ¡ay, ay!
αἰαῖ πέπειραLyr.Adesp.478.26S., de un amor no correspondido
αἰαῖ παιδὸς ἐρῶ ἁπαλόχροοςThgn.1341,
αἰαῖ, τί ποτε πείσομαι;Ar.Ec.911, cf. Ar.Ach.1083, Alciphr.4.12.3
•c. nom. o voc.
αἰαῖ δαιμόνιοιA.Th.893,
αἰαὶ ... ΦιλῖνεTheoc.7.121,
αἰαῖ ἜρωςTheoc.2.55, cf. B.5.153, Call.Fr.64.13
•c. ac.
αἰαῖ ἌδωνινAr.Lys.393,
αἰαῖ τὰν ΚυθέρειανBio 1.28,
τὰν Κύπριν αἰαῖBio 1.31, cf. AP 7.554 (Phil.), 9.424 (Duris)
•c. gen.
αἰαῖ στρατοῦ φθαρέντοςA.Pers.283,
αἰαῖ σᾶς ψυχᾶςE.Hec.182,
αἰαῖ τῶ σκληρῶ μάλα δαίμονοςTheoc.4.40, cf. IUrb.Rom.1379.1 (imper.)
•c. dat.
αἰαῖ σοι, κραδίη δειλήOrac.Sib.5.111.
2 expr. la risa o la carcajada, equiv. a ¡ay, ay! o ¡ja, ja!
αἰαῖ· γελῶν δ' ἐπηκροώμηνPl.Com.16,
(αἰαῖ) ἔστι δὲ πολὺ παρὰ τοῖς τῆς μέσης κωμῳδίας καὶ τῆς νέας ποιηταῖςPhot.α 499 (ad loc.).