αἱμᾰτίζω
1 ensangrentar
πέδον γᾶςA.Supp.662.
2 chupar sangre de las moscas, Arist.HA 532a13.
3 ser de color rojo sangre
ψηφὶς αἱματίζουσα μᾶλλον τῷ χρώματιCyran.1.20.8.
πέδον γᾶςA.Supp.662.
ψηφὶς αἱματίζουσα μᾶλλον τῷ χρώματιCyran.1.20.8.