< αἱμωδέω
αἱμωδία >
αἱμώδης
,
-ες
1
de color rojo sangre
Luc.
Syr.D
.8.
2
sangrante
στόμα
Gal.14.523.
3
formado por sangre
,
de sangre
θρόμβοι
Ps.Caes.29.8, cf. 139.84,
ἡ σαρκικὴ καὶ αἱ. ποιότης
Ps.Caes.188.13.