αἱμωδέω
• Alolema(s): αἱμῳ- Phryn.PS 14
padecer dentera c. οἱ ὀδόντες como suj. y constr. abs.
μύλης τριφθείσης πρὸς ἑωυτήν, ὀδόντες ᾑμώδησανHp.Hum.9
•c. suj. de pers. y ac. de rel.
ᾑμώδεις ἀκούων τῶν ἐπῶν τοὺς προσθίους ὀδόνταςCratin.41
•
αἱμῳδεῖν Ἀττικώτερον· λέγεται δὲ καὶ αἱμωδιᾶνPhryn.l.c., cf. Lex.A α 1, Phot.α 629.
• Etimología: Quizá de αἷμα y ὀδ(ούς).