< αἱματομαντεία
αἱματοποιητικός >
αἱματοποιέω
convertir en sangre
τὸ τῶν Ἑβραίων ποτὸν ... αἱματοπιῆσαι
Gr.Nyss.
V.Mos
.52.16
•
en v. med.
convertirse en sangre
χυλός
Pall.
in Hp
.2.74.