< αἰσχυντηλός
αἰσχυντηρός >
αἰσχυντήρ
,
-ῆρος, ὁ
infamador
,
seductor
ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος ... δίκην
de Egisto
, A.
Ch
.990.