αἰσχυντηλός, -ή, -όν
I
αἰσχυντηλοτέρω μᾶλλον τοῦ δέοντοςPl.Grg.487b, cf. Chrm.160e, Arist.EN 1128b20,
αἰσχυντηλότεροι τοὺς τρόπουςAristid.Or.29.26
•τὸ αἰ. timidez, modestia Pl.Chrm.158c.
2 vergonzoso, indecoroso
τὰ ῥηθένταArist.Rh.1384b18.
II adv. -ῶς tímidamente Pl.Lg.665e.