αἰσχροπάθεια, -ας, ἡ


sometimiento a aberraciones οἱ πυρούμενοι τῇ ἐμπαθεῖ αἰσχροπαθείᾳ Didym.in Zach.3.146, cf. Pall.H.Laus.47.8, Nil.M.79.281B.