< αἰσχροπάθεια
αἰσχροποιέω >
αἰσχροπαθής
,
-ές
1
afeminado
,
homosexual pasivo
Ph.2.268.
2
vergonzoso
πρὸς ὀχείαν καὶ αἰσχροπαθῆ κολακείᾳ το[ ... ] κύων
Didym.
in Zach
.5.211.