ἄτομος, -ον
I no cortado
λειμώνS.Tr.200,
εὖ δ' ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθηEphipp.14.7
•de substancias sólidas entero, en bloque
λίβανος ... ἄτομοςDsc.1.68.
II
γραμμαίArist.Ph.206a17,
ἐν ἑνὶ καὶ ἀτόμῳ τόπῳEudem.95
•del tiempo cortísimo, indivisible
κατ' ἄτομον χρόνονArist.Sens.447b18,
χρόνος ἄ. καὶ ἐλάχιστοςAristid.Quint.32.11,
ἐν ἀτόμῳen un momento Arist.Ph.236a6, Sm.Is.54.8, 1Ep.Cor.15.52, Arius Ep.Eus.2
•fig. mínimo, infinitamente pequeño
διαφοραίPlu.Phoc.3.
2 cien., de los elementos mínimos de la materia indivisible
ἄτομον ἔσται τὸ σῶμα ἐν ᾧ ἵσταται (ἡ διάλυσις)Arist.Cael.305a1 (= Emp.A 43a), cf. Epicur.Ep.[2] 41.1, Plot.3.1.3, de los primeros principios constitutivos
ἀρχαίD.L.9.30 (= Leucipp.A 1), Simp.in Cael.242.19 (= Democr.A 14), Epicur.Ep.[2] 41.5, cf. Fr.[29] 26.6,
στοιχεῖαEpicur.Ep.[3] 86.4
•subst. neutr. y fem. átomo
ἐτεῇ δὲ ἄτομα καὶ κενόν (op. νόμῳ)pero en realidad (existen) los átomos y el vacío Democr.B 9, 125,
ἐκ τῶν ἀτόμων συνεστάναι τὸν κόσμονEcphant.4,
τὸ περὶ τῶν ἀτόμων δόγμα παλαιόν ἐστινStr.16.2.24 (= Democr.A 55), cf. Plot.3.1.2,
συμμιγέων ἀτόμων τετράζυγι δεσμῷNonn.D.41.54
•fem.
κινοῦνται συνεχῶς αἱ ἄτομοιEpicur.Ep.[2] 42.6, cf. 43.4, Fr.[21.2] 1, [24] 37,
σώματα δ' εἰσὶ καὶ αἱ [ἄ]τομοιPhld.Sign.5,
τὰς ἀτόμους μόνας ... εἰπὼν ὑπάρχειν ἐν τοῖς οὖσιDiog.Oen.8.2.5, cf. 35.2.2, 40.2.7, Plot.2.4.7, 3.1.2,
μεγίστας εἶναί τινας ἀτόμουςEus.PE 14.23.3 (= Democr.A 43).
3 gram. de una palabra no compuesta
λέγω δὴ τοῖς τε ἁπλοῖς καὶ ἀτόμοις ὀνόμασινD.H.Th.22.
4 fil. de un concepto individual, inanalizable
σκεπτέον ἄρ' ἤδη ἄτομον ἐστὶ (ἡ παιδεία) ἤ τινα ἔχων διαίρεσίν ἀξίαν ἐπωνυμίαςPl.Sph.229d,
τοῦτο δ' ἀναγκαῖον, εἰ ἅπαν εἰς τὴν διαίρεσιν ἐμπίπτει καὶ μηδὲν ἐλλείπει· ἄτομον γὰρ ἤδη εἶναιArist.APo.91b32,
εἶδος ἄ.forma, especie indivisible op.
γένοςArist.Metaph.1034a8,
κατὰ τὸ οἰκεῖον καὶ ἄτομον εἶδοςArist.de An.414b27,
αἱ ἄτομοι τριάδεςlas especies ‘tres’ (op. los géneros ‘número’ o ‘impar’), Arist.APo.96b11
•individual
οὐκ ἔστι τὸ ἓν ἀριθμῷ λαβεῖν καὶ ἄτομονno es posible tomar una unidad numérica e individual Plot.6.2.22,
ἄ. οὐσίαLeont.Byz.M.86.1193A
•subst. τὸ ἄ. lo individual, el individualismo
ἁπλῶς δὲ τὰ ἄτομα καὶ ἐν ἀριθμῷ κατ' οὐδενὸς ὑποκειμένου λέγεταιArist.Cat.1b6, cf. 3b12,
οὐ γὰρ οἷον τε εἰδέναι πρὶν εἰς τὰ ἄτομα ἐλθεῖνpues no es posible conocer(lo) hasta bajar a los términos individuales Arist.Metaph.994b21
•individualidad (op. εἶδος y γένος):
πᾶσαι γὰρ αἱ ἀπὸ τούτων κατηγορίαι ἤτοι κατὰ τῶν ἀτόμων κατηγοροῦνται ἢ κατὰ τῶν εἰδῶνArist.Cat.3a35, cf. 3b2, 7, Plot.6.2.2, 3.1, 7.17, Leont.Byz.M.86.1917A, Thdt.Eran.33
•op. πρόσωπον y ὑπόστασις:
οἱ γὰρ ἐκκλησιαστικοὶ τὰ ἄτομα ... οὔτε πρόσωπον καλοῦσι οὔτε ὑπόστασινLeont.Byz.M.86.1193A, cf. Cyr.Al.M.77.1149A.
III adv. -ως indivisiblemente
ἐνδέχεται ... ἄλλο ἄλλῳ μὴ ὑπάρχειν ἀτόμωςArist.APo.79b21, cf. 79a3.