ἁγιασμός, -οῦ, ὁ
1 santificación, consagración
ἁγιασμῷ ἡγίασα τὸ ἀργύριονLXX Id.17.3,
ἔλαβον ... ἐκ νεανίσκων εἰς ἁγιασμόνLXX Am.2.11, cf. Ep.Rom.6.19, 22,
ἀποδοὺς καὶ τὸ ἱεράτευμα καὶ τὸν ἁ.LXX 2Ma.2.17,
op. ἀκαθαρσία1Ep.Thess.4.7,
ἐγκράτεια ἐν ἁ.1Ep.Clem.35.2,
ἀληθείης ἁ.Nonn.Par.Eu.Io.17.19.
2 en gener. santidad
θυσίαν ἁγιασμοῦLXX Si.7.31,
ὄνομα ἁγιασμοῦLXX Si.17.10,
ἅγιε παντὸς ἁγιασμοῦ, κύριεLXX 2Ma.14.36, cf. 1Ep.Cor.1.30,
ποιεῖν τὰ τοῦ ἁ.1Ep.Clem.30.1,
πνεῦμα ἁ.T.Leu.18.7, cf. Dion.Ar.DN 1.6.