Γοργών 1
,
Γοργών 2
.
< Γοργώ
Γοργών >
Γοργών
,
-ῶνος, ὁ
Gorgón
1
escribano o secretario ateniense, Ar.
Th
.1102.
2
de Rodas, hist. del II a.C., Gorgo, I.
< Γοργών
Γοργώπας >
Γοργών
v. Γοργώ.