< Γαδαρεύς
Γαδαρίς >
Γαδαρηνοί
,
-ῶν, οἱ
gadarenos
ét. de Γάδαρα
1
, I.
Vit
.42, 44,
Eu.Matt
.8.28,
Eu.Marc
.5.1,
Eu.Luc
.8.26.